- ἐπαφροδισία
- ἐπαφροδισίᾱ , ἐπαφροδισίαlovelinessfem nom/voc/acc dualἐπαφροδισίᾱ , ἐπαφροδισίαlovelinessfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαφροδισία — ἐπαφροδισία, η (AM) [επαφρόδιτος] η ιδιότητα τού επαφρόδιτου, χάρη, κομψότητα, θελκτικότητα, γοητεία … Dictionary of Greek
ἐπαφροδισίας — ἐπαφροδισίᾱς , ἐπαφροδισία loveliness fem acc pl ἐπαφροδισίᾱς , ἐπαφροδισία loveliness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαφροδισίαν — ἐπαφροδισίᾱν , ἐπαφροδισία loveliness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανεπαφροδισία — ή, Μ τέλεια ερασμιότητα, θελκτικότητα, ωραιότητα («πανεπαφροδισίας καὶ χάριτος μεστόν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπαφροδισία «θελκτικότητα»] … Dictionary of Greek